- τρόπηξ
- -ηκος, ἡ, Α1. η λαβή τού κουπιού2. συνεκδ. το κουπί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τράφηξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράφηξ — και τράπηξ, ηκος, ὁ, ΜΑ 1. σανίδα ή τεμάχιο ξύλου στενό και επίμηκες, δοκάρι, παλούκι 2. δόρυ, ακόντιο 3. πλατιά σανίδα όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη μεταφορά τους στον φούρνο, η πινακωτή αρχ. (για πλοία) σκαλμός ή κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
trē̆ b-, trōb-, treb- or trǝb-, tr̥b- — trē̆ b , trōb , treb or trǝb , tr̥b English meaning: building, dwelling Deutsche Übersetzung: “Balkenbau, Gebäude, Wohnung” Material: Lat. trabs and trabēs, is f. “balk, beam”, taberna “Bude, Wohnraum” (dissim. from *traberna);… … Proto-Indo-European etymological dictionary